Quantcast
Channel: Κώστας Θερμογιάννης
Viewing all articles
Browse latest Browse all 11

Η κυρά –Θωμίνα

$
0
0

Το χιόνι δυο μέρες τώρα έσπερνε ασταμάτητα τη λευκή βουβαμάρα του σ’ ολόκληρο το χωριό, στην αυλή ο πλίθινος φράχτης είχε παραχωθεί στο άσπρο τοπίο και χάθηκε, είχε χαθεί μαζί κι εκείνος ο αδέσποτος σκύλος που περιφερόταν μέχρι χτες τριγύρω κι αλυχτούσε κάθε λίγο και λιγάκι λες κι έβγαζε από μέσα του ένα μυστικό παράπονο ξεχασμένος από θεούς κι ανθρώπους. Κάπου θα είχε μαζευτεί προσπαθώντας να ζεσταθεί, δεν ήταν η πρώτη φορά που αντιμετώπιζε το κρύο και το χιόνι. Το έλατο έστεκε περήφανο στη μια γωνιά κι αγνάντευε το στενό σοκάκι. Είχε να περάσει άνθρωπος μέρες τώρα, όλοι είχαν αμπαρωθεί στα σπίτια τους προσπαθώντας να αφήσουν το κρύο απ’ έξω μαζί με όσες υποχρεώσεις δεν ήταν επιτακτικές, άλλωστε οι περισσότεροι ήταν αυτάρκεις και προετοιμασμένοι για το βαρύ χειμώνα. Τα τζάκια νύχτα μέρα πάσχιζαν να ζεστάνουν τα κρύα σπίτια, μάταια όμως, τις περισσότερες φορές το κρύο έβρισκε πάντα τον τρόπο να τρυπώσει μέσα από τις ταλαιπωρημένες πόρτες και τα σκεβρωμένα παραθυρόφυλλα που έκρυβαν την ασχήμια τους μόνο χάρη στις κεντημένες κουρτίνες.

–    Είσαι καλά Θωμίνα μου; ρώτησε με φωνή τρεμάμενη ο ασπρομάλλης γέροντας που κρατούσε στα χέρια του ένα ξύλο για να το ρίξει στη φωτιά.
–    Καλά είμαι Θωμά μου, του απάντησε με φωνή μισοσβησμένη, καλά είμαι μην ανησυχείς.
–    Να ρίξω λίγο τραχανά στο τσουκάλι να γίνεται για να φάμε το βράδυ;
–    Θα σηκωθώ εγώ άντρα μου και θα σου φτιάξω να φας. Πεινάς, να σηκωθώ τώρα;
–    Κυρά Θωμίνα να κάτσεις στ’ αβγά σου εσύ, θα φτιάξω εγώ να φάμε, εσύ είσαι άρρωστη. Πες μου μονάχα που έχεις το βάζο με τον τραχανά γιατί κοίταξα στο μεσιανό δωμάτιο και δεν το βρήκα.
–    Εκεί είναι, είπε και κόμπιασε, με δυσκολία έπαιρνε ανάσα πια, τα πνευμόνια της ήταν αδύναμα κι ο κρύος αέρας δε βοηθούσε την κατάσταση, η υγρασία τη δυσκόλευε αφάνταστα. Πήρε μερικές απανωτές κοφτές ανάσες και συνέχισε. Εκεί είναι, στο ντουλάπι πάνω πάνω…

Ο κυρ Θωμάς έπιασε το μπαστούνι του και σιγά σιγά τράβηξε για το μεσιανό δωμάτιο, για το ντουλάπι, ένα ντουλάπι υπήρχε άλλωστε κι ήταν παραφορτωμένο! Ο γέροντας σταμάτησε λίγο κι έριξε το βλέμμα του στην εξώπορτα, μια βαριά ξύλινη κατασκευή που έκλεινε τον κρύο κόσμο έξω από τη θαλπωρή του σπιτιού του. Μετά κοίταξε την πόρτα από το άλλο δωμάτιο, το καλό. Τρία δωμάτια ήταν όλο κι όλο το σπίτι. Το αριστερό με το τζάκι που κοιμόντουσαν τα δυο γεροντάκια και πέρναγαν εκεί όλη τη μέρα τους, το δεξί, το καλό δωμάτιο με το διπλό κρεβάτι και τη μεγάλη ντουλάπα που το κρατούσαν πάντα καθαρό κι έτοιμο για όποιον επισκέπτη ήθελε να κοιμηθεί το βράδυ σπίτι τους και το μεσιανό, ένα μικρό δωμάτιο ανάμεσα στα άλλα που ήταν μισό αποθήκη και μισό κουζίνα. Πόσα χρόνια έχει να κοιμηθεί εκεί άνθρωπος; αναρωτήθηκε. Ούτε τα παιδιά έρχονται πια ούτε τα εγγόνια, γέμισαν με υποχρεώσεις και ξέχασαν ακόμα και τη μάνα τους! Τα μάτια του θόλωσαν αλλά κανείς δεν ήταν εκεί για να τα δει και να τα παρηγορήσει. Συμμάζεψε τις σκέψεις του και με το μπαστούνι βοηθό γύρισε στο μεσαίο δωμάτιο. Έψαξε και βρήκε το βάζο με τον τραχανά κι όπως έκανε να κλείσει το ντουλάπι είδε το σκουροπράσινο μεταλλικό κουτί! Σάστισε, είχε χρόνια να το δει, το είχε για χαμένο. Τούτη τη φορά δε βάσταξαν τα μάτια του όλο το βάρος της συγκίνησης κι άφησαν ένα χείμαρρο να τρέξει για να ξαλαφρώσουν.

Θα ήταν εβδομήντα χρόνια πριν, μπορεί και παραπάνω, δε θυμόταν καλά πια, οι μνήμες του άρχισαν να συγχέονται και να τον προδίδουν, γερασμένες κι αυτές σαν να ασπρισμένα του μαλλιά, όταν την αντίκρισε για πρώτη φορά. Είχε έρθει στο χωριό μαζί με τον πατέρα και τη μάνα της για τους γάμους τής δεύτερης ξαδέρφης του, τής Λενιώς. Ήταν απ’ το σόι του γαμπρού, κουμπάροι του αδερφού του. Ήταν Μάης μήνας κι ο αέρας εκείνες τις μέρες δεν είχε αφήσει τίποτα στη θέση του. Η Μαρίνα, έτσι είναι το όνομά της το πραγματικό, μετά το γάμο τη ‘βάφτισαν’ με το όνομα το δικό του, Θωμίνα, είχε μακριά μαλλιά με μπούκλες κι ο άνεμος της τα ανακάτευε και τα έκανε ακόμα πιο όμορφα. Η εικόνα έχει χαραχτεί μέσα στο μυαλό του, σαν και τώρα την έβλεπε που στεκόταν μπροστά στην εκκλησιά προσπαθώντας να τα συμμαζέψει με κινήσεις όλο νεύρο. Τα μελιά της μάτια ξεχώριζαν στο ανοιχτόχρωμο πρόσωπό της που ήταν κεντημένο με διάσπαρτες φακίδες κάνοντάς την να μοιάζει με οπτασία. Την άλλη μέρα κιόλας η κυρά Στέλλα, η προξενήτρα, είχε πιάσει δουλειά. Τι κι αν ήταν δεκάξι χρονώ, λίγο τον ένοιαξε κι εκείνον και τον πατέρα του, ο πατέρας της Θωμίνας όμως είχε βέβαια τις αντιρρήσεις του στην αρχή, αλλά σαν έμαθε πως ο άντρας που θα έπαιρνε την κόρη του είχε πενήντα στρέμματα χωράφια κι εξήντα κεφάλια ζωντανά δεν έκανε δεύτερη σκέψη. Το πράγμα συμφωνήθηκε στα γρήγορα κι ο γάμος δεν άργησε να γίνει. Δυο μήνες αργότερα, της έπιανε για πρώτη φορά το χέρι και καμάρωνε σαν περπατούσε στο χωριό με τη γυναίκα του ντυμένη στα λευκά, νυφούλα από τις πιο όμορφες που είχε δει ποτέ το Πάνω Γραμματικό. Έβλεπε στα μάτια της έναν άνθρωπο αγνό, έναν άγγελο που κατέβηκε στην αγκαλιά του μόνο και μόνο για να του θυμίζει κάθε μέρα πως η ζωή είναι ωραία και πως χρωστούσε ευγνωμοσύνη στην καλή του τύχη. Ήθελε να μην την πικράνει ποτέ, μονάχα να τη γλυκάνει! Γι’ αυτό αλλά είχε κάνει μυστικά μια παραγγελία και την περίμενε γεμάτος αγωνία. Σαν ήρθε ο πραματευτής λίγο καιρό αργότερα έτρεξε να το παραλάβει, ήταν εκείνο το σκουροπράσινο μεταλλικό κουτί που ήταν παραγεμισμένο μπισκότα με γεύση κανέλας απ’ την πόλη!
Η Θωμίνα δεν ήθελε να τελειώσουν ποτέ εκείνα τα μπισκότα, η γλύκα τους ήταν αλλιώτικη, αλλού πουθενά δεν μπορούσε να τη βρει παρά μονάχα τις Κυριακές το απόγευμα που ήταν σχόλη, στο λάγνο βλέμμα του αντρός της. Ένα ένα με ευλάβεια τα έπαιρνε και τα μοιραζόταν με τον κύρη της, τίποτα δεν ήταν αποκλειστικά δικό της πια, όλα έπρεπε να τα δοκιμάζουν μαζί, είτε γλυκά ήταν αυτά είτε πικρά, είτε κλάμα ήταν είτε γέλιο. Κάποτε όμως έφαγαν και το τελευταίο μπισκότο και στον ουρανίσκο της έμεινε μόνο η ανάμνησή τους. Τότε λοιπόν ήταν που αποφάσισε να κλείσει όλες τις αναμνήσεις της ζωής τους εκεί, μέσα στο μεταλλικό κουτί από τα μπισκότα. Το καθάρισε προσεκτικά κι έβαζε μέσα κάθετι σημαντικό, τα στέφανά τους, κάτι παλιές ξεθωριασμένες φωτογραφίες, τους σταυρούς που είχε για τα παιδιά της, το απολυτήριο του Θωμά όταν γύρισε από τον πόλεμο μαζί μ’ εκείνο το μετάλλιο ανδρείας για τη σφαίρα που είχε καρφωθεί στο πόδι του και τον είχε σχεδόν κουτσάνει, ακόμα και μια τούφα από τα μαλλιά των παιδιών της όταν τα κούρεψε για πρώτη φορά. Όλη τους η ζωή σε περίληψη βρισκόταν μέσα στο σκουροπράσινο κουτί που κάποτε ήταν γεμάτα με τα γλυκύτερα μπισκότα κανέλας του κόσμου!
Η Θωμίνα έμεινε έγκυος τρεις μήνες μετά το γάμο. Μόλις το κατάλαβαν ο άντρας της δεν την άφησε να ζυγώσει στα χωράφια ή στα ζωντανά, την είχε σπίτι να ξεκουράζεται, ήταν εκείνος αρκετά δυνατός και για τους δυο. Η χαρά τους όμως δεν κράτησε πολύ, ξέσπασε ο πόλεμος. Από το ένα μέτωπο στο άλλο τον έστελναν κι είχε αφήσει πίσω γυναίκα ετοιμόγεννη. Μονάχη της τα έβγαλε πέρα, χωράφια, ζώα και τη γέννα. Όταν υποδέχτηκε τον άντρα της εκείνος δεν ήταν ίδιος, το θανατικό που είχε αντικρύσει και η σφαίρα στο πόδι τον είχαν αλλάξει, τον είχαν κάνει αλλιώτικο, πιο ψυχρό. Με την υπομονή και την αγάπη της του γιάτρεψε τις πληγές κι ύστερα έμεινε έγκυος ξανά. Κι απάνω που άρχισε να βλέπει τα πράγματα να παίρνουν το δρόμο τους, οι αντάρτες της τον έκλεψαν. Παρά το γεγονός πως ήταν σχεδόν σακάτης, η γνώση που είχε για την περιοχή και τα μονοπάτια τους ήταν πολύτιμη  Μόνη γέννησε για δεύτερη φορά, μόνη έκανε κουμάντο και στο βιος τους που κατάφερε μέσα σ’ όλο αυτό το κακό και τη συμφορά να το κρατήσει ακέριο. Στο χρόνο πάνω εκείνος το ’σκασε και γύρισε πίσω, βρήκε δυο παιδιά αυτή τη φορά να τον περιμένουν. Το κρύο όμως κι ο μελιταίος πυρετός που του ’λαχε πάνω στα βουνά τον είχαν σακατέψει κι άλλο, μισός επέστρεψε, το παλικάρι που έστυβε τις πέτρες με τη δύναμή του είχε χαθεί κάπου ανάμεσα στις σφαίρες των εχθρών και τον παραλογισμό των ανθρώπων.
Η Θωμίνα έγινε και άντρας και γυναίκα του σπιτιού, μάνα μαζί και πατέρας για όλους, ο άντρας της λίγα πράγματα μπορούσε να προσφέρει πια. Η αγάπη τους όμως φούντωνε μέρα με τη μέρα, οι ψυχές τους πλησίασαν πολύ η μια την άλλη, μια ματιά τους μόνο έφτανε για να ανταλλάξουν χίλιες σκέψεις. Τα παιδιά μεγάλωσαν, ήταν καλοί μαθητές και με χίλια βάσανα σπούδασαν, ο μεγάλος έγινε γεωπόνος και διορίστηκε στο Υπουργείο Γεωργίας και ο μικρός τους πήγε στη σχολή Ευελπίδων κι έγινε αξιωματικός. Μοναχοί τους πέρασαν από τότε που φύγαν τα παιδιά τόσους χειμώνες, μοναχοί τους και τις αρρώστιες. Η Θωμίνα αρρώστησε όταν γεννήθηκε ο πρώτος της εγγονός. Πνευμονία είπαν οι γιατροί στην αρχή αλλά μετά χειροτέρεψε. Με το παραμικρό της κοβόταν η ανάσα, έκανε δυο βήματα κι έπρεπε να κάτσει να ξεκουραστεί. Δεν το έβαζε όμως κάτω, το πάλευε όσο μπορούσε. Ο Θωμάς ανέλαβε ξανά το ρόλο του, παρέα με το μπαστούνι του στα χωράφια και στα ζώα που τον δυσκόλευαν ολοένα και περισσότερο, είχαν περάσει και τα χρόνια πια. Τα φέρναν βόλτα δύσκολα στην αρχή, μετά όμως που του έδωσαν μια μικρή σύνταξη για την προσφορά του στην Αντίσταση τα πράγματα καλυτέρεψαν. Η κυρά του όμως εξακολουθούσε να βασανίζεται, η υγεία της είχε κλονιστεί βαριά. Τώρα τελευταία με το ζόρι μπορούσε να σηκωθεί από το κρεβάτι, το οξυγόνο στις ανάσες της ήταν λίγο για να την κρατήσει όρθια. Ο Θωμάς κατάλαβε πως ο χειμώνας τούτος θα ήταν δύσκολος, πολύ πιο δύσκολος από όσο θα μπορούσε το εύθραυστο κορμί της να αντέξει.

Έκλεισε στο σκουροπράσινο κουτί τις φωτογραφίες των παιδιών και τις αναμνήσεις του, δεν μπορούσε να αντέξει άλλη συγκίνηση. Η Θωμίνα ήταν πολύ ήσυχη όλη εκείνη την ώρα που αυτός ταξίδευε στις αναμνήσεις κι αυτό τον ανησύχησε. Με το κουτί στη μασχάλη του γύρισε στο δωμάτιο. Την είδε να βαριανασαίνει και να τον κοιτάζει επίμονα. Του έκανε νόημα κι εκείνος την πλησίασε κι έκατσε δίπλα της.
–    Βρήκες το κουτί; τον ρώτησε και προσπάθησε να χαμογελάσει.
–    Δεν ήξερα πως το είχες κρατημένο, της απάντησε εκείνος χαϊδεύοντάς της το μέτωπο.
–    Τα κρατούσα όλα για να τα θυμάμαι… για…, η ανάσα της κόπηκε. Για να φυλάξω μαζί με το δώρο σου… όλα τα δώρα που μου έκανες…
–    Μη μιλάς, τη μάλωσε κρατώντας δυνατά το χέρι της.
–    Απ’ όλα τα πράγματα που γνώρισα στη ζωή δυο είναι τα μεγαλύτερα… η αγάπη στα παιδιά, είπε και κόμπιασε αλλά συνέχισε παρά την αδυναμία της, και κάτι… μπορεί και πιο μεγάλο απ’ την αγάπη… η έγνοια και συνήθεια… η ανάγκη μου για σένα. Χωρίς εσένα δε θα μπορούσα να φανταστώ τούτη τη ζωή…
–    Θωμίνα…, είπε ψυθιριστά, Θωμίνα…;

Απάντηση δεν πήρε, το χέρι της γυναίκας του ήταν κρύο σαν το χιόνι που έπεφτε έξω. Τα μάτια της έκλεισαν κι η ανάσα της σταμάτησε, ο χρόνος δεν είχε πια καμιά σημασία για κείνη. Ο Θωμάς έμεινε για αρκετή ώρα να της χαϊδεύει το μέτωπο, τα δάκρυά του έκρυβαν μέσα τους κι από μια ανάμνηση, μια εικόνα της, έναν ήχο. Κοίταξε το γαλήνιο πρόσωπό της και του φάνηκε πως χαμογελούσε. Έβγαλε από το κουτί τον καλό της το σταυρό και της τον φόρεσε, μετά έριξε μερικά ξύλα ακόμα στη φωτιά κι ύστερα ξάπλωσε δίπλα της.

–    Χωρίς εσένα δε θα μπορούσα να φανταστώ ούτε την άλλη ζωή, της είπε και την αγκάλιασε.

Δυο μέρες αργότερα ο κυρ Τάκης ο γείτονας βρήκε δυο σώματα αδειανά από ψυχές μα γεμάτα από αγάπη!


Viewing all articles
Browse latest Browse all 11

Latest Images

Trending Articles





Latest Images